σκελετωμένος — σκελετωμένος, η, ο και σκελεθρωμένος, η, ο πολύ ισχνός: Κάτω από τα σχισμένα ρούχα του διέκρινες τα σκελετωμένα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… … Dictionary of Greek
κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος … Dictionary of Greek
λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… … Dictionary of Greek
λιμόξηρος — λιμόξηρος, ον (Α) εξαντλημένος από την ασιτία, κάτισχνος, σκελετωμένος από την πείνα. επίρρ... λιμοξήρως (Α) με εξάντληση από την πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ξηρός (πρβλ. κατάξηρος, ολό ξηρος)] … Dictionary of Greek
σκελεθρωμένος — η, ο, Ν βλ. σκελετωμένος … Dictionary of Greek
σκελετώδης — ες, ΝΑ [σκελετός] νεοελλ. αυτός που είναι πολύ αδύνατος, όμοιος με σκελετό, σκελετωμένος, κάτισχνος αρχ. όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο πτώμα, με μούμια. επίρρ... σκελετωδώς Ν με σκελετώδη τρόπο … Dictionary of Greek
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek
σκελετώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, σκελετωμένος, όμοιος με σκελετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)